- τηγανισμός
- τηγαν-ισμός, ὁ,A frying, Men.251 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τηγανισμός — ὁ, ΜΑ [τηγανίζω] το τηγάνισμα, η ενέργεια τού τηγανίζω … Dictionary of Greek
τηγανισμοί — τηγανισμός frying masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηγανισμοῦ — τηγανισμός frying masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηγανισμόν — τηγανισμός frying masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)